Κυριακή 28 Μαρτίου 2010

Λεπρές πόλεις, Tου Σταθη N. Kαλυβα

Από το kathimerini.gr

Are you talking to me? Η ατάκα του Ρόμπερτ Ντε Νίρο στη ταινία «Taxi Driver» του 1977 είναι παροιμιώδης. Ο ίδιος υποδύεται ένα μοναχικό, μανιοκαταθλιπτικό ταξιτζή της Νέας Υόρκης που τελικά καταφεύγει στην αυτοδικία και το λουτρό αίματος. Εκεί θα καταλήξει και ο Τσαρλς Μπρόνσον στη ταινία «Death Wish» του 1974, μια ταινία που περιγράφει πώς ένας Νεοϋορκέζος αρχιτέκτονας εκδικείται τον φόνο της γυναίκας του και τον βιασμό της κόρης του, αναζητώντας και εκτελώντας μικρούς και μεγάλους κακοποιούς στις σκοτεινές γωνιές της πόλης. Το ακροατήριο της εποχής χειροκροτούσε τις σκηνές αυτοδικίας με ενθουσιασμό.

Πραγματικός πρωταγωνιστής των ταινιών αυτών (και πολλών άλλων) είναι η Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ’70, στον ρόλο της «λεπρής πόλης»: βρώμικη, διεφθαρμένη, ξεπεσμένη, βουτηγμένη μέσα στο έγκλημα και την πορνεία (την οποία ενσαρκώνει η δωδεκάχρονη Τζόντι Φόστερ στο «Taxi Driver»). Το σενάριο αυτό βρήκε, άλλωστε, τον πραγματικό πρωταγωνιστή του στο πρόσωπο του Μπέρναρντ Γκετζ, που τον Δεκέμβριο του 1984 πυροβόλησε τέσσερις νεαρούς όταν επιχείρησαν να τον ληστέψουν μέσα στο μετρό της πόλης.

Η Νέα Υόρκη της εποχής εκείνης λειτουργεί ακόμα ως αρχέτυπο αστικής παρακμής. Πρόκειται, βέβαια, για απλουστευτική εικόνα, καθώς την ίδια περίοδο γνώρισαν μεγάλη άνθηση οι τέχνες, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς διαβάζοντας την πρόσφατη αυτοβιογραφία της Πάτυ Σμιθ. Δεν είναι, όμως, αυθαίρετη. Ηταν πράγματι η χειρότερη περίοδος στην ιστορία της, η στιγμή που η Νέα Υόρκη έπιασε πάτο: με την εγκληματικότητα σε έξαρση, την έκρηξη του αριθμού των αστέγων και ναρκομανών, την πόλη να χάνει ένα εκατομμύριο κάτοικους από τη διαφυγή της μεσαίας τάξης στα προάστια και την ηγεσία της να αποδεικνύεται ανίκανη να δώσει λύσεις. Η πόλη άγγιξε την χρεοκοπία το 1975, αλλά ο τότε πρόεδρος της χώρας Τζέραλντ Φορντ απέρριψε τις εκκλήσεις για οικονομική βοήθεια. Το μπλακ άουτ του Ιουλίου του 1977 οδήγησε σε μαζικές ταραχές και λεηλασίες. Λίγοι πίστευαν τότε πως η πόλη είχε μέλλον. Η παρακμή φάνταζε απόλυτη και τελική. Ο Τζον Κάρπεντερ απέδωσε με ακρίβεια την αίσθηση αυτή στην ταινία του «Απόδραση από τη Νέα Υόρκη» του 1981, παρουσιάζοντάς την ως απέραντη φυλακή.

Τα αίτια της παρακμής ήταν οικονομικά και κοινωνικά. Η πτώση της βιομηχανίας και το τέλος του λιμανιού οδήγησαν στη συρρίκνωση της οικονομικής βάσης της πόλης. Η άφιξη εκατοντάδων χιλιάδων νέων μεταναστών προκάλεσε κοινωνικούς τριγμούς και συγκρούσεις. Ομως, πέρα από τις υλικές παραμέτρους, το πρόβλημα είχε και μια σαφή ιδεολογική διάσταση. Για την αμερικανική Δεξιά, η Νέα Υόρκη δεν ήταν παρά μια σύγχρονη Βαβέλ, μια διεφθαρμένη πόλη που άξιζε την τύχη της και έπρεπε να αφεθεί να πεθάνει. Για την Αριστερά, ήταν ένα εργαστήριο που προσφερόταν για την εφαρμογή νέων κοινωνικών συνταγών ανεξάρτητα από το κόστος τους για τη ζωή των κατοίκων.

Στο πλαίσιο αυτό κυοφορήθηκαν και επικράτησαν αντιλήψεις που απέκτησαν την ισχύ του αυτονόητου, μεγεθύνοντας το πρόβλημα και συμβάλλοντας στη διαιώνισή του: οι πυκνοδομημένες πόλεις θεωρήθηκαν απολιθώματα του παρελθόντος, καταδικασμένες στην εξαφάνιση προς δόξαν των «πράσινων» προαστίων· η εγκληματικότητα χαρακτηρίστηκε καθρέφτης της κοινωνικής αδικίας, άρα άλλη λύση από την γενική άρση των αδικιών δεν υπήρχε· η ανοχή της καθημερινής μικροπαραβατικότητας κρίθηκε προτιμότερη από την αστυνόμευση της· η ανεύθυνη δημοσιονομική πολιτική στο όνομα της στήριξης κακοσχεδιασμένων κοινωνικών προγραμμάτων θεωρήθηκε πως δεν είχε οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες· η επιβολή της τάξης περιγράφηκε ως φασισμός.

Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν κατέρρευσαν οι αντιλήψεις αυτές. Νέες δημοτικές αρχές πολιτεύτηκαν με βάση τη δημοσιονομική ευθύνη και τη δυναμική αντιμετώπισης της εγκληματικότητας (σήμερα έχει πέσει στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας ’60). Η αστυνομία έπαψε να αντιμετωπίζεται ως εχθρός της κοινωνίας και ο θύτης του εγκλήματος ως θύμα της κοινωνίας. Η μικροπαραβατικότητα συνδέθηκε με την μεγαλύτερη παραβατικότητα και αντιμετωπίστηκε αποφασιστικά με βάση το δόγμα της μηδενικής ανοχής. Ο καθαρισμός του μετρό της Νέας Υόρκης από τα γκράφιτι αναδείχθηκε σε κεντρικό σύμβολο της αλλαγής. Η στάση των κατοίκων απέναντι στην πόλη τους άλλαξε: κατάλαβαν πως ήταν ξεχωριστή και την αγκάλιασαν. Η μεσαία τάξη άρχισε να επιστρέφει στην πόλη ή, τουλάχιστον, να μην την εγκαταλείπει μαζικά. Τα πανεπιστήμια γνώρισαν μια περίοδο άνθησης. Μια νέα οικονομία στήθηκε πάνω στις υπηρεσίες, τον τουρισμό, την τεχνολογία και τις τέχνες. Δεν λύθηκαν, φυσικά, όλα τα προβλήματα ούτε υπήρξε ομοφωνία ως προς τις λύσεις που προκρίθηκαν, αλλά η μεγάλη πλειοψηφία στήριξε τις αλλαγές και η ποιότητα ζωής βελτιώθηκε κατακόρυφα. Αυτό, άλλωστε, φάνηκε με εντυπωσιακό τρόπο την στιγμή του μεγάλου μπλακ άουτ του 2003: αντίθετα από το χάος και την βία του 1977, υπήρξε αφορμή για ένα μεγάλο πάρτι. Η Νέα Υόρκη είχε αναγεννηθεί.

Η ιστορία αυτή θα είχε αποκλειστικά ακαδημαϊκό ενδιαφέρον αν η Αθήνα του 2010 δεν θύμιζε τόσο έντονα τη Νέα Υόρκη του 1970. Οι διαφορές ανάμεσα στις δύο πόλεις είναι βέβαια τεράστιες. Μπορεί η σημερινή Αθήνα να μην έχει φτάσει ακόμα στα επίπεδα της Νέας Υόρκης του 1970, ωστόσο κινείται ταχύτατα προς την κατεύθυνση αυτή. Η εγκληματικότητα βρίσκεται σε ραγδαία άνοδο, η μεσαία τάξη εγκαταλείπει το κέντρο συμβάλλοντας στη διαδικασία γκετοποίησής του και η δημοτική αρχή δεν θα μπορούσε να είναι πιο ανεπαρκής. Το κέντρο της πόλης εκχωρήθηκε, με τρόπο που μόνο σκανδαλώδης μπορεί να χαρακτηριστεί, στους πλανόδιους λαθρέμπορους υπαλλήλους μιας διεθνούς μαφίας, τους τζάνκις και τους κάθε λογής μπαχαλάκηδες, με ή χωρίς βαριοπούλες, στο όνομα δήθεν φιλανθρωπικών και προοδευτικών αντιλήψεων. Σ’ αυτό πρέπει να προστεθεί και η μακροχρόνια ιδεολογική απαξίωση και διαπόμπευση μιας ολοζώντανης μεσογειακής μητρόπολης ως «τερατούπολης» και «τσιμεντούπολης».

Η εμπειρία της Νέας Υόρκης δείχνει πως η έξοδος από την αστική παρακμή προϋποθέτει την άμεση και ριζική μεταστροφή βαθιά ριζωμένων αξιών και αντιλήψεων. Είναι αδύνατο να εφαρμοστεί ο νόμος και η τάξη, αν δεν το απαιτήσει επιτακτικά η ίδια η κοινωνία. Το ενθαρρυντικό είναι πως τέτοιου είδους μεταστροφές ευνοούνται από περιόδους βαθιάς κρίσης. Αλλωστε, μόνο όταν κινδυνεύει να χάσει κανείς κάτι σημαντικό συνειδητοποιεί την πραγματική του αξία.

* Ο κ. Στάθης Καλύβας είναι καθηγητής στο Γέιλ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου